ηνια

ηνια
    ἡνία
    I
    τά возжи, поводья Hom., NT., Hes.
    II
    дор. ἁνία (ᾱν) ἥ
    1) вожжа, повод
    

λύειν ἡνίαν ἀριστεράν Soph. — отпустить левую вожжу;

    ἡνίαν χαλᾶν Eur. и ἡνίας χαλάσαι Plat. — отпустить вожжи;
    ἡνίας ἐπισχεῖν Soph. — натянуть вожжи;
    τὰς ἡνίας τινὴ ἀνιέναι Plut. — дать волю кому(чему)-л.;
    πρὸς ἡνίας μάχεσθαι Aesch. — не слушаться поводьев, перен. упрямиться;
    ἐφεῖναι καὴ χαλάσαι τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις Plat. — отпустить и ослабить поводья речам, т.е. не скупиться на слова;
    ἐφ΄ ἡνίαν (τῷ χαλινῷ) воен. Plut., Polyb.(поворот) налево (вожжи и поводья держались в левой руке)

    2) бразды правления, руководство
    

(τῆς πόλεως τὰς ἡνίας παραλαβεῖν Arph.)

    τὰς ἡνίας τινὸς παραδοῦναί τινι — передать кому-л. бразды правления чем-л.;
    πᾶσαν ἡνίαν τινὸς κρατεῖν Men. — держать что-л. в полном своем подчинении

    3) ремень обуви, ременная шнуровка
    

(χαλᾶν συναπτοὺς ἡνίας Λακωνικάς Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "ηνια" в других словарях:

  • ἡνία — 1 reins neut nom/voc/acc pl ἡνίᾱ , ἡνία 2 bridle fem nom/voc/acc dual ἡνίᾱ , ἡνία 2 bridle fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἡνίον reins neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠνία — ἠνίᾱ , ἀνιάω grieve imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηνία — Οι δερμάτινοι ιμάντες, γνωστοί και ως γκέμια, που προσδένονται στους δακτυλίους που βρίσκονται στις δύο άκρες του χαλιναριού και χρησιμεύουν στην οδήγηση ενός υποζυγίου. Το είδος των η. διαφέρει ανάλογα με το αν ο οδηγός είναι έφιππος, πεζός ή… …   Dictionary of Greek

  • ἡνίᾳ — ἡνίαι , ἡνία 2 bridle fem nom/voc pl ἡνίᾱͅ , ἡνία 2 bridle fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηνία — τα 1. λουριά με τα οποία κατευθύνεται το άλογο που είναι ζεμένο στο κάρο, χαλινάρια. 2. διοίκηση, κυβέρνηση: Κρατεί καλά τα ηνία του κράτους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἠνιάθην — ἠνιά̱θην , ἀνιάομαι cure again aor ind mp 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἠνιά̱θην , ἀνιάομαι cure again aor ind mp 1st sg (attic epic doric ionic) ἠνῑά̱θην , ἀνιάομαι cure again aor ind mp 3rd pl (epic doric aeolic) ἠνῑά̱θην , ἀνιάομαι… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡνί' — ἡνία , ἡνία 1 reins neut nom/voc/acc pl ἡνίαι , ἡνία 2 bridle fem nom/voc pl ἡνίᾱͅ , ἡνία 2 bridle fem dat sg (attic doric aeolic) ἡνία , ἡνίον reins neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡνίας — ἡνίᾱς , ἡνία 2 bridle fem acc pl ἡνίᾱς , ἡνία 2 bridle fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠνιάθη — ἠνιά̱θη , ἀνιάομαι cure again aor ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic) ἠνῑά̱θη , ἀνιάομαι cure again aor ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἠνιά̱θη , ἀνιάομαι cure again aor ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἠνιά̱θη , ἀνιάω grieve aor ind pass 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠνιάθημεν — ἠνιά̱θημεν , ἀνιάομαι cure again aor ind mp 1st pl (attic epic doric ionic) ἠνῑά̱θημεν , ἀνιάομαι cure again aor ind mp 1st pl (doric aeolic) ἠνιά̱θημεν , ἀνιάομαι cure again aor ind mp 1st pl (doric aeolic) ἠνιά̱θημεν , ἀνιάω grieve aor ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠνιάθης — ἠνιά̱θης , ἀνιάομαι cure again aor ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἠνῑά̱θης , ἀνιάομαι cure again aor ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἠνιά̱θης , ἀνιάομαι cure again aor ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἠνιά̱θης , ἀνιάω grieve aor ind pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»